αρμάτωμα

αρμάτωμα
το (Μ ἀρμάτωμα) [αρματώνω]
ο εξοπλισμός
μσν.
πολεμικός στόλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθόπλισις — καθόπλισις, ἡ (Α) [καθοπλίζω] τέλεια εξόπλιση, αρμάτωμα («τελείαν ἔχουσι τὴν καθόπλισιν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • αρματώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. εφοδιάζω κάποιον ή κάτι με όλα τα απαραίτητα: Αρμάτωσαν το καράβι με τα όλα του κι άρχισαν τα ταξίδια. 2. στολίζω: Ντύσου, αρματώσου, λυγερή, και βάλε τα καλά σου (δημ. τραγ.). Ουσ. αρμάτωμα, το ατος, εξόπλιση, εφοδιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοπλισμός — ο 1. ο εφοδιασμός κράτους με όπλα και άλλα πολεμικά είδη απαραίτητα για τη διεξαγωγή πολέμου, η προετοιμασία για πόλεμο. 2. ο εφοδιασμός πολεμικού πλοίου με όλα τα αναγκαία για θαλασσοπλοΐα και για πόλεμο, η αρματωσιά, αρμάτωμα. 3. ο εφοδιασμός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”